- υποσκίασμα
- τό1) тусклый свет; 2) полутень, полумрак; 3) затенённое место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποσκίασμα — το, Ν 1. υποσκίαση 2. αμυδρό φως 3. αστρον. το κατά τις εκλείψεις τής σελήνης τμήμα τού δίσκου της, το οποίο δεν αποκρύπτεται εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασ. Λάκωνα] … Dictionary of Greek
υποσκίασμα — το, ατος 1. αμυδρό φως, ημίφως, μισόφωτο. 2. ο χώρος γύρω από τη σκιά, που φωτίζεται από λίγες μόνο ακτίνες της πηγής φωτισμού. 3. στις εκλείψεις της Σελήνης το τμήμα του δίσκου της που δεν κρύβεται από τις ακτίνες του Ήλιου, όταν παρεμβάλλεται η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)